χαμαιλέοντας

χαμαιλέοντας
ο, Ν
βλ. χαμαιλέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμαιλέοντας — χαμαιλέων chameleon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιοχρωμία — η [ομοιόχρωμος] 1. βιολ. η ικανότητα ορισμένων ζώων να εναρμονίζουν, μόνιμα ή παροδικά, τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό τού περιβάλλοντος, καθώς και το φαινόμενο αυτό 2. φρ. α) «ενεργητική ομοιοχρωμία» ή «μεταβαλλόμενη ομοιοχρωμία» τύπος… …   Dictionary of Greek

  • ονοκάρδιον — ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ) μσν. είδος πολύτιμου λίθου αρχ. 1. το φυτό δίψακος 2. το φυτό χαμαιλέοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιλέων — Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιλεοντισμός — ο, Ν 1. βιολ. (παλ. όρος) η ιδιότητα ορισμένων ζώων να αλλάζουν απότομα το χρώμα τού δέρματός τους έτσι ώστε να μοιάζει με το χρώμα τού περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται, ομοιοχρωμία 2. μτφ. ασυνεπής και ευμετάβλητη στάση και συμπεριφορά.… …   Dictionary of Greek

  • ανολίς — (anolis). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των ιγουανιδών. Η α. ζει στα νησιά της Καραϊβικής και στην ηπειρωτική Αμερική και φτάνει σε μήκος περίπου τα 25 εκ. Έχει σώμα μακρουλό και αρκετά μεγάλη ουρά. Τα χρώματά της είναι έντονα. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

  • Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ζωολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Στεγάζεται από το 1988 σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο 1.600 τ.μ. του πρώτου ορόφου του κτιρίου των Θετικών Επιστημών, στην Πανεπιστημιούπολη Zωγράφου. Η πλούσια συλλογή του περιλαμβάνει είδη ζώων από όλες τις κατηγορίες και θεωρείται μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • Χαμαιλέοντες — Οικογένεια χερσαίων ερπετών, που περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, και υποδιαιρείται σε 4 γένη. Το λεπτό και πιεσμένο στα πλευρά σώμα τους καταλήγει σε μια μακριά ουρά με την οποία στηρίζεται και η οποία δεν αναγεννάται όπως της σαύρας. Τα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”